σικύαι

σικύαι
σικύα
bottle-gourd
fem nom/voc pl
σικύᾱͅ , σικύα
bottle-gourd
fem dat sg (doric aeolic)
σικύα
bottle-gourd
fem nom/voc pl (ionic)
σικύᾱͅ , σικύα
bottle-gourd
fem dat sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σικύᾳ — σικύαι , σικύα bottle gourd fem nom/voc pl σικύᾱͅ , σικύα bottle gourd fem dat sg (doric aeolic) σικύαι , σικύα bottle gourd fem nom/voc pl (ionic) σικύᾱͅ , σικύα bottle gourd fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • όλκιμος — η, ο (Α ὅλκιμος, ον) [ολκή] (για ιξώδη ουσία) αυτός που μπορεί να ελκυσθεί, δηλ. να τραβηχθεί («τὸ δὲ ἔλαιον ὅλκιμον πανταχῆ καὶ μαλακὸν ἄγεται περὶ τὸ σῶμα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για μέταλλα) αυτός που έχει την ιδιότητα να μετατρέπεται σε ράβδους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”